- ισομετρικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ισομετρία2. συμμετρικός3. φρ. α) φυσιολ. «ισομετρική συστολή» — συστολή μυός κατά την οποία διατηρείται αμετάβλητο το μήκος του, αλλά αυξάνεται η τάση τουβ) (αρχ. μετρ.) «ισομετρικοί στίχοι» ή «ισομετρικές στροφές» ή «ισομετρικά ποιήματα» — στίχοι που είναι όμοιοι ως προς τον αριθμό τών συλλαβών, ποιήματα ή στροφές που οι στίχοι τους έχουν ίσο αριθμό συλλαβών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. isometric < iso- (πρβλ. ισ[o]-) + metr- (πρβλ. μέτρον) + κατάλ. -ic].
Dictionary of Greek. 2013.