ισομετρικός

ισομετρικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ισομετρία
2. συμμετρικός
3. φρ. α) φυσιολ. «ισομετρική συστολή» — συστολή μυός κατά την οποία διατηρείται αμετάβλητο το μήκος του, αλλά αυξάνεται η τάση του
β) (αρχ. μετρ.) «ισομετρικοί στίχοι» ή «ισομετρικές στροφές» ή «ισομετρικά ποιήματα» — στίχοι που είναι όμοιοι ως προς τον αριθμό τών συλλαβών, ποιήματα ή στροφές που οι στίχοι τους έχουν ίσο αριθμό συλλαβών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. isometric < iso- (πρβλ. ισ[o]-) + metr- (πρβλ. μέτρον) + κατάλ. -ic].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”